χειρουργικῶς

χειρουργικῶς
χειρουργικός
of technical dexterity
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειρουργικώς — χειρουργικῶς, ΝΑ επίρρ. βλ. χειρουργικός …   Dictionary of Greek

  • χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”